μεταβλητός — subject to change masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητός — ή, ό αυτός που μπορεί να μεταβληθεί, ν αλλάξει: Ο καιρός στη διάρκεια της αυριανής μέρας θα είναι μεταβλητός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταβλητός αστέρας — (Αστρον.). Αστέρας, η λαμπρότητα του οποίου μεταβάλλεται με τον χρόνο (έως σήμερα έχουν καταμετρηθεί περίπου 30.000 τέτοιοι αστέρες). Η μεταβολή αυτή είναι εφικτό να φανεί στην καμπύλη φωτός του αστέρα και μπορεί να είναι ομαλή –με περίοδο που… … Dictionary of Greek
μεταβλητά — μεταβλητός subject to change neut nom/voc/acc pl μεταβλητά̱ , μεταβλητός subject to change fem nom/voc/acc dual μεταβλητά̱ , μεταβλητός subject to change fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητῶν — μεταβλητός subject to change fem gen pl μεταβλητός subject to change masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητόν — μεταβλητός subject to change masc acc sg μεταβλητός subject to change neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητοῖς — μεταβλητός subject to change masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητοί — μεταβλητός subject to change masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητοῦ — μεταβλητός subject to change masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητῆς — μεταβλητός subject to change fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)